συναισθητικός

συναισθητικός
συναισθ-ητικός, ή, όν, only Adv. -κῶς,
A by way of συναίσθησις, Sch.Ptol.Tetr.88.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναισθητικός — ή, ό / συναισθητικός, ή, όν, ΝΑ [συναισθάνομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίσθηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το συναισθητικό (ψυχολ.) το μέρος τής ψυχολογίας που ασχολείται με το συναίσθημα …   Dictionary of Greek

  • συναισθητική — συναισθητικός by way of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”